Η Τσακωνική είναι μια μοναδική ελληνική γλώσσα η οποία
ομιλείται στην
Τσακωνιά της επαρχίας Κυνουρίας της ανατολικής Αρκαδίας, σε μια περιοχή
που βρίσκεται ανάμεσα στο όρος Πάρνωνα και στον Αργολικό
Κόλπο.
Α
γρούσσα νάμου (η γλώσσα μας) είναι ο μόνος ζωντανός
απόγονος
της
Λακωνικής διαλέκτου της αρχαίας Σπάρτης και των αρχαίων Δωρικών
διαλέκτων
γενικά, και η ιστορική της εξέλιξη ήταν πολύ διαφορετική σε σχέση με
την κοινή νεοελληνική και τις διαλέκτους της.
Υποτίθεται ότι η γεωγραφική απομόνωση της Τσακωνιάς
συνέβαλε και στη διατήρηση αρχαίων στοιχείων και στη δημιουργία νέων
γλωσσικών χαρακτηριστικών.
Σήμερα ο αριθμός ομιλητών έχει περιοριστεί υπό την επίδραση παραγόντων
όπως της απαγόρευσης της διαλέκτου στα σχολεία στα 1950, μετανάστευσης
κ.α. Παρά ταύτα οι τσάκωνες είναι υπερήφανοι για τη γλωσσική κληρονομιά
τους και γίνεται μεγάλη προσπάθεια να μαθαίνουν τη διάλεκτο νέοι
άνθρωποι της περιοχής.
Αν και συγγενική γλώσσα της νεοελληνικής, η τσακωνική δεν
είναι
αμοιβαία κατανόητη με αυτήν - υπήρχαν βέβαια περιπτώσεις τσακώνων που
δεν ήξεραν τα νέα ελληνικά μέχρι (σχετικά) πρόσφατα (1950-60) - και οι
μη-τσάκωνες ομιλητές της νεοελληνικής δεν καταλαβαίνουν τα τσακώνικα
εκτός αν τα έχουν μάθει συνειδητά. Παρά τις πολλές ομοιότητες μεταξύ
των δυο
γλωσσών,
υπάρχουν σημαντικές διαφορές ως προς την προφορά, το λεξιλόγιο, την
κλίση ρημάτων και ουσιαστικών.
Κυριότερα χαρακτηριστικά της Τσακωνικής
- α
/a/
από α /aː/
της δωρικής και ινδοευροπαϊκής αντί
για το 'η' /i/
της νεοελληνικής (ΝΕ), το οποίο είναι εξέλιξη του η /εː/
της αττικής-ιωνικής (από προγενέστερο /aː/) π.χ.
α
μάτη
[a máti] 'η
μητέρα'
από δωρική ἁ μάτηρ
[haː maːteːr], σε αντίθεση με 'η μητέρα'
[i mitéra], το οποίο παράγεται από το
ἡ μήτηρ [heː meːteːr] της
αττικής-ιωνικής κοινής.
- σ /s/
σε μερικές λέξεις αντιστοιχεί στο 'θ'
/tʰ/ της αρχαίας
ελληνικής (ΑΕ) αντί για 'θ'
/θ/ στη ΝΕ - από το (πιθανό) /s/ της
λακωνικής διάλεκτου, π.χ.
ένι ασού [éɲi asú]
'σουρώνω' πρβ.
ΑΕ ἠθῶ-έω, (πιθανό) δωρ. *ἀθῶ, λακων. *ἀσῶ. Συγκρίνετε τις
λακωνικές επιγραφές
με ΑΝΕΣΗΚΕ [aneseːke] 'αφοσίωσε'
αντί για το συνηθέστερο ΑΝΕΘΗΚΕ [anetʰeːke] ή αργότερα [aneθeːke]. Άλλα
παραδείγματα:
ένι κασήμενε
[éɲi kasímene]
'κάθομαι'
πρβ. ΑΕ καθήμενος, σάτη
[sáti] 'κόρη' πρβ. ΑΕ
θυγάτηρ
- ρ
/r/ σε τελική θέση αντίστοιχο με το τελικό σίγμα /s/
της ΝΕ και των περισσότερων διαλέκτων της ΑΕ (φαινόμενο γνωστό ως ρωτακισμός). Στα
τσακώνικα το
τελικό 'ρ
' /r/
απαντάται μόνο εφόσον αρχίζει η επόμενη λέξη με φωνήεν, αλλά το
φαινόμενο μάλλον κατάγεται από τη μεταγενέστερη λακωνική. Πρβ. το
τσακώνικο τЁειρ
αμέρε
[ʧir amére]
'τρεις ημέρες' με
το ΝΕ 'τρεις ημέρες' [tris iméres] από τη μία πλευρά, και λακωνικές
επιγραφές της ύστερης ρωμαϊκής περίοδου στις οποίες βρίσκουμε ΝΕΙΚΑΑΡ
[niːkaːaːr]
'έχοντας νικήσει'
αντί για το ΝΕΙΚΗΣΑΣ [niːkeːsaːs] από την άλλη.
- Κλίση ρημάτων - ο ενεστώτας και ο παρατατικός της οριστικής
σχηματίζονται περιφραστικά με το ρήμα 'είναι' + μετοχή ενεστώτα
(ενεργητική ή παθητική), η οποία κλίνεται ως προς το γένος και τον
αριθμό. Η μετοχή αυτή κατάγεται από τη μετοχή ενεστώτα της ΑΕ η οποία
κλινόταν και είχε και παθητική φωνή, σε αντίθηση με εκείνη της ΝΕ που
έχει μόνο ενεργητική μορφή και είναι άκλιτη. Επίπλεον, αυτές οι
σύνθετες μορφές έχουν υποκαταστήσει εντελώς τον ενεστώτα και τον
παρατατικό οριστικής της ΑΕ (εκτός από το 'είμαι'), αν και υπάρχει
ακόμα η υποτακτική του ενεστώτα στα τσακώνικα.
Παραδείγματα (ενεργητικής):
- ένι
παρίου
[éɲi paríu] έρχομαι
(αρσενικό υποκείμενο, πβλ. ΑΕ εἰμι παριών < πάρειμι)
- έσα
παρία [ésa
paría] ερχόσουν
(θηλυκό υπ.)
- έμε
παρίντε [éme
parínde] ερχόμαστε
(αρσενικό ή θηλ. υπ.)
- το
καμπζί έЈι παρίντα [to
kambzí éni parínda] το
παιδί έρχεται (ουδέτερο υπ.)
- τα
καμπζία είνι παρίντα [ta
kambzía íɲi
parínda] τα
παιδιά έρχονται (ουδέτ.)
- Παθητική φωνή:
- ένι
ορούμενε [éɲi
orúmene] βλέπομαι
(αρσεν. υπ.)
- έσα
ορουμένα [ésa
oruména] βλεπόσουν
(θηλ. υπ.)
- έμε
ορουμένοι [éme
oruméni] βλεπόμαστε
(αρσεν. ή θηλ. υπ.)
- το
καμπζί έЈι ορούμενε [to
kambzí éni orúmene] το
παιδί βλέπεται (ουδ.)
- τα
καμπζία είνι ορούμενα [ta
kambzía íɲi
orúmena] τα
παιδιά βλέπονται (ουδ.)
- ντ [nd]
< [dː] δδ
και
μπ [mb] <
[bː] ββ
της
λακωνικής (και άλλων διαλέκτων της ΑΕ, συχνά αποτέλεσμα αποκοπής): ένι
σερίντου [éɲi
serindu] θερίζω
, ένι
Єαμπαίνου [éɲi
kʰambénu] κατεβαίνω.
Πρβ. θερίδδειν
(Αριστοφάνη Αχαρνείς
στ. 947 - ομολογουμένως στη βοιωτική διάλεκτο),
'κάβασι·
κατάβηθι. Λάκωνες'
(Ησύχιος), μικιχιδδομένων
(επιγραφή της Σπάρτης (αφιέρωμα στην Άρτεμη Ορθία, Β' αιών. μ.Χ.),
εναλλακτική μορφή του
μικκιχίζομαι)
- Μεμονωμένες λέξεις με β
[v] από ΑΕ δίγαμμα Ϝ
[w]: βάννε
[váne]
αρνί
< ΑΕ *Ϝάρνος,
πρβ. Ϝαρήν
(επιγραφή Γόρτυνος Κρήτης), νταβελέ
[davelé]
δαυλί
< ΑΕ *δαϜελός
πρβ. Ησύχιος 'δαβελός·
δαλός. Λάκωνες'
- Πτώση του σ
μεταξύ δύο φωνηέντων σε συγκεκριμένες ρηματικές καταλήξεις: ορούα
[orúa]
βλέποντας (θηλ.
μετοχή) < Λακωνική *ὁρῶhα,
(πρβ. νικάhας
σε λακωνικές επιγραφές),
αλήωι
[alíoi]
(να) πουν
< ΑΕ λαλήσωσι,
ερέκαϊ
[erékai]
βρήκανε
< ΑΕ εὑρήκασι
- δασέα σύμφωνα (άηχα κλειστά) από συμπλέγματα διάφορων
συμφώνων (π.χ. συριστικό + κλειστό, έρρινο + δασύ κλειστό ) της
ΑΕ:
- σπ
[sp] > ππ [pː] > Њ
[pʰ] εЊέЂι [epʰéʒi] χτες, πρβ. ΑΕ ἑσπέρα
- στ
[st] > ττ [tː]
> Ћ
[tʰ] εЋάκα [etʰáka] στάθηκα, σηκώθηκα,
πρβ. ΑΕ ἕστηκα,
δωρική
ἕστακα
- σκ
[sk] > κκ [kː] > Є
[kʰ] αЄό
[akʰó] ασκί, < ΑΕ ασκός, Ησύχιος 'ἀκκόρ· ἀσκὸς. Λάκωνες'
- μφ
[mpʰ] > ππ [pː] > Њ
[pʰ] όЊακα
[ópʰaka] αγουρίδα, <
ΑΕ ὄμφαξ
- νθ
[ntʰ] > ττ [tː] >
Ћ
[tʰ] γροЋία
[ɣrotʰía] γροθιά,
πρβ. ΑΕ γρόνθος
- γχ
[ŋkʰ] > κκ [kː] > Є
[kʰ] ЁούЄο
[ʃúkʰo] μύτη,
< ΑΕ ῥύγχος
- ουρανικοποίηση -
σύχνα το τσ
[tsʰ] ή τЀ
[tˢ] αντιστοιχούν με το κι
/ki/,
κε /ke/
των ΝΕ και ΑΕ. π.χ.
κάτσι
[kátsʰi] κάτι,
τЀαιρέ
[tˢeré] καιρός.
Αυτό το φαινόμενο, γνωστό ως τσιτακισμός, απαντάται σε πολλές
διαλέκτους και ιδιώματα της ΝΕ. Στα τσακώνικα όμως η
ουρανικοποίηση είναι εκτενέστερη, προχωρώντας ακόμα στην αφομοίωση
χειλικών και οδοντικών συμφώνων μπροστά από /i/ ή
/i/+φωνήεν. Π.χ. π
[p] > κ [c]
κηρούνι
[cirúɲi] πηρούνι,
τ[t]
> κ[c]
κινή
[ciɲí] τιμή,
φ[f]
> θ[θ]
νύθη
[ɲíθi] νύφη, [t]+[j]_[u] > [cu] κιουρέ
[curé] κεφαλοτύρι
(ΑΕ τυρός [tyros] τυρί
), [xt] > [xc] χκηνέ
[xciné] γίδι
(AΕ κτήνος [kteːnos] κοπάδι,
ζώο).
- προσωπικές αντωνυμίες πολύ διαφορετικές από τις
αντίστοιχες
αντωνυμίες της νεοελληνικής: εζού
[ezú] εγώ,
ενίου
[eɲíu] εμένα
(πρβ. ΑΕ ἐμεῖο, δωρ.
ἐμεῦ, ἐμίω),
εκιού
[ecú] εσύ (ΑΕ δωρ. τυ)
, νι
[ɲi] τον, τη, το,
αιτιατική γ' προσώπου εν., πχ. νι
οράκα
[ɲ oráka] τον / την / το είδα
(ΑΕ δωρ. νιν),
σι
[si] του, της, του,
γενική γ' προσώπου εν., πχ. το
καμπζί σι
[to kambzí si] το
παιδί του / της
(ΑΕ σφι),
νάμου
[námu] μας,
γενική και αιτιατική / δοτική α' προσώπου πληθ., πχ. εν'
ορού νάμου
[en' orú námu] μας βλέπει α
γρούσσα νάμου
[a ɣrúsa námu] η γλώσσα μας
(ΑΕ δωρική ἁμῶν
>
αμούν > νάμου),
εμού
[emú] εσείς,
πχ. εμού
κια 'Ћ' έγγουντε;
[emú ca tʰ
éŋgunde] εσείς
πού πάτε;
(ΑΕ δωρική ὑμές
> ὑμέρ > ὑμέ > ουμέ > (μετάθεση) εμού),
σι
[si] τους / τις / τα,
αιτιατική / δοτική γ' προσώπου πληθ.,
πχ. ένι
νίου σι, μα όνι ορού σι
[éɲi ɲíu si ma óɲi orú
si] τους
/ τις / τα ακούω μα δεν
τους / τις / τα βλέπω
(ΑΕ σφε),
σου
[su] τους,
γενική γ' προσώπου πληθ.,
πχ. ετήνα
έν' α τЀέα σου
[etína en a tˢéa
su] εκείνο
είναι το σπίτι τους
(ΑΕ σφῶν).
-
συγκρητισμός των πτώσεων - πολλά ουσιαστικά και επίθετα έχουν μόνο μια
πτώση ανά
αριθμό, πχ. ο
/ τον / του άντε
[ánde] ψωμί, οι
/ τουρ άντου
[ándu] ψωμιά (ΑΕ ἄρτος). Η τάση
αυτή απαντά και στη νεοελληνική, αλλά είναι σε πιο προχωρημένο στάδιο
στα τσακώνικα.
- ε /e/
αντί
για το 'ο' /o/
της νέας και αρχαίας ελληνικής, ύστερα από ουρανικό ή οδοντικό σύμφωνο
(ή και το φωνήεν 'ι') στην κλίση του ενικού αρσενικών και ουδέτερων
ονομάτων,
επιθέτων,
μετοχών και αντωνυμιών. Π.χ. άλλε
[ále] άλλος, ουρανέ
[urané] ουρανός, ορατέ
[oraté] ιδωμένος
(< ΑΕ ὁρατός),
ατЁέ
[atʃé] μεγάλος (<
ΑΕ ἁδρός).
Πρβ. άτЁωπο
[átʃopo] άντρας και λιούκο
[ʎúko] λύκος
έπειτα από
χειλικό και υπερωικό σύμφωνο αντίστοιχα. Πιθανότατα η αλλαγή έγινε με
την επίδραση του 'μπροστινού' (φωνητικά) στοιχείου που προηγήθηκε και
του 'ρ' /r/ που ακολούθησε.
- Τροπή του
ρ [r]
σε Ђ
[ʒ] μπροστά από 'ι' [i]
. Π.χ. μακάЂι
[makáʒi] μακάρι, ЂάτЀι
[ʒátˢi] ρυάκι, έЂιφο
[éʒifo] κατσίκι
(<
ΑΕ ἔριφος).
Στο βόρειο ιδίωμα η προφορά είναι [rʒ] και εικάζεται ότι αυτή ήταν η
γενικότερη προφορά και στα δυο ιδιώματα στο 19ο αιώνα. Οι άντρες κατά
κανόνα δεν χρησιμοποιούν το Ђ
[ʒ], προτιμώντας το ελληνικό 'ρ'.
Η διάλεκτος ομιλείται σήμερα στον Τυρό, Σαπουνακαίικα, Πέρα
Μέλανα,
Πραγματευτή, Βασκίνα, Λεωνίδιο, Πραστό, Αγιο Αντρέα και σε άλλα
χωριά της Κυνουρίας σε μια λωρίδα ανάμεσα στα χωριά Πούλιθρα προς το
νότο και Κορακοβούνι προς το βορρά, στις πλαγιές του Πάρνωνα στη δύση
και στον Αργολικό Κόλπο (Μυρτώο Πέλαγος) στην ανατολή. Στην
περιοχή αυτή μιλάνε το νότιο ιδίωμα, το οποίο είναι πλέον η μόνη
ποικιλία της Τσακωνικής σε καθημερινή χρήση, σε αντιδιαστολή με το
βόρειο ιδίωμα που μιλιόταν στα χωριά Καστάνιτσα και Σίταινα
(δυτικά και βορειοδυτικά του Πραστού ανάλογα). Πιθανόν να έχει
εκλείψει το ιδίωμα αυτό - ο Θανάσης Κωστάκης (γνωστός γλωσσολόγος και
ειδικός της τσακωνικής από τα Μέλανα) επισημαίνει ότι ακόμα στα 1930 'η
διάλεκτος εδώ είχε ήδη υποχωρήσει σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό ... από όσο
στα υπόλοιπα τσακωνοχώρια.' (Κωστάκης, Λεξικό της Τσακωνικής Διαλέκτου,
σελ. θ', Αθήνα 1986). Ελπίζω σύντομα να με διαψεύσει κανείς
στην τοποθέτηση αυτή - πάντως ο Ν. Λιόσης αναφέρει ότι
βρήκε ελάχιστους ομιλητές που ήξεραν καλά το βόρειο ιδίωμα,
όταν
μάζευε υλικό για τη διδακτορική του διατριβή το 2003 (Λιόσης,
2007 Γλωσσικές
επαφές στη Νοτιοανατολική Πελοπόννησο (ΑΠΘ)).
Αλλη ποικιλία της τσακωνικής μιλιόταν μέχρι τα 1923
(ανταλλαγή
πληθυσμών) στα χωριά Βάτικα και Χαβουτσί της Προποντίδας - τα οποία
σήμερα ονομάζονται Misakça και Havutça της
επαρχίας Belıkesir της Τουρκίας. Στα χωριά αυτά
ενδέχεται να εγκαταστάθηκαν τσάκωνες πρόσφυγες από την Πελοπόννησο,
εκτοπισθέντες μετά τα ορλωφικά (1770). Το ιδίωμά τους (που
κατέγραψε ο Θαν. Κωστάκης) μας δίνει ενδιαφέροντα στοιχεία για την
αναπαράσταση της εξέλιξης της τσακωνικής. Σε σύγκριση με το νότιο
ιδίωμα είναι πιο συντηρητικό σε αρκετά σημεία, παρά την προφανή
επίδραση
άλλων πιο 'συμβατικών' ελληνικών διαλέκτων και της τουρκικής.
Ειδικά η τσακωνική της Προποντίδας χρησιμοποιούσε εκτενώς τη
μετοχή του ενεργητικού παρακείμενου σε -κού -κούα -κούντα
/-kú -kúa -kúnda/, το οποίο κατάγεται από τη μετοχή παρακειμένου της ΑΕ
σε -κώς, -κυῖα, -κός.
Αρχικά θα περιέχει ο ιστότοπος σύντομη περιγραφή των ήχων της
τσακωνικής,
στοιχειώδη γραμματική (κλίσεις ονομάτων και ρημάτων), μερικά κείμενα
όπως και λίγες ηχογραφήσεις με τσακώνικο κείμενο και
μετάφραση στα αγγλικά και ελληνικά. Με το πέρασμα του χρόνου, πρόθεσή
μου
είναι να προσαρτήσω συζητήσεις σχετικές με τα ποικίλα διαχρονικά και
συγχρονικά
γλωσσολογικά φαινόμενα της τσακωνικής, τα οποία προσφέρουν μεγάλο
ενδιαφέρον,
όπως και ένα blog.
Είμαι τακτικός επισκέπτης στην Τσακονιά και οι Τσάκωνες
μ' έχουν βοηθήσει πάρα πολύ, ανάμεσά τους μέλη του Αρχείου της
Τσακωνιάς.
Στόχος του ιστοτόπου
είναι η μεγαλύτερη προβολή της τσακωνικής
και διεθνώς και στην Ελλάδα πριν χαθεί για πάντα αυτός ο πολιτισμικός
και
γλωσσολογικός θησαυρός.
Joe Warr, Whitby Αγγλίας.